ἀγορεύει

ἀγορεύει
ἀγορεύω
speak in the assembly
pres ind mp 2nd sg
ἀγορεύω
speak in the assembly
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρήτορας — ο / ῥήτωρ, ορος, ΝΜΑ, θηλ. ρήτωρ, Ν 1. αυτός που αγορεύει δημόσια 2. αυτός που αγορεύει με ευφράδεια, με ευγλωττία 3. στον πληθ. οι ρήτορες οι πολιτευτές που αγόρευαν στην εκκλησία τού δήμου κατά την αρχαιότητα 4. φρ. «οι δέκα ρήτορες» οι δέκα… …   Dictionary of Greek

  • αγορητής — ἀγορητής, ο (Α) αυτός που αγορεύει σε δημόσια συγκέντρωση, ομιλητής, ρήτορας …   Dictionary of Greek

  • δημηγορικός — ή, ό (Α δημηγορικός, ή, όν) [δημηγόρος] ο κατάλληλος για δημηγορία (Πλάτ., Πολιτ.) αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορική η τέχνη τού να αγορεύει κανείς δημόσια 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικά η δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό …   Dictionary of Greek

  • δικανικός — ή, ό (AM δικανικός, ή, όν) (για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δικανικός 1. ο δικανικός λόγος, η αγόρευση στο δικαστήριο 2. ομιλία επιθετική και πομπώδης αρχ. 1. (για πρόσωπο) ο έμπειρος στις δίκες, ο… …   Dictionary of Greek

  • δικολόγος — δικολόγος, ο (Α) αυτός που αγορεύει στο δικαστήριο, ο συνήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + λόγος < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • επιδεικτικός — ή, ό (AM ἐπιδεικτικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για επίδειξη 2. φρ. «ἐπιδεικτικοὶ λόγοι», «ἐπιδεικτικὸν εἶδος ρητορικής» έντεχνα ρητορικά εγκώμια, πανηγυρικοί λόγοι ή δικανικοί που προβάλλονταν από ρητοροδιδασκάλους νεοελλ. 1. αυτός που έχει την τάση …   Dictionary of Greek

  • πνευματορήτωρ — ωρος, ὁ, Μ ρήτορας που αγορεύει εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα («τοῡ πνευματορήτορος Παῡλου τὰ ἐπιστόλια», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος+ ῥήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • προήγορος — δωρ. τ. προάγορος, ό, Α 1. αυτός που αγορεύει υπέρ άλλου στο δικαστήριο, συνήγορος, υπερασπιστής 2. (στον δωρ. τ.) ὁ προάγορος ονομασία ενός άρχοντα στην Κατάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ, συν… …   Dictionary of Greek

  • πρωτολόγος — ον, Α 1. αυτός που αγορεύει πρώτος σε δικαστήριο 2. (κατ επέκτ.) ο πρωταγωνιστής 3. φρ. «ὁ πρωτολόγος ἄρχων» ο κυβερνήτης τής Αφροδισιάδος, πόλης τής Τραχείας Κιλικίας και τής Καρίας κοντά στα σύνορα με τη Λυδία και τη Φρυγία, και τού Ικονίου.… …   Dictionary of Greek

  • ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”